- δωδεκάσκηπτρον
- δωδεκάσκηπτρον , ου, τό (δώδεκα + σκήπτρον) scepter of the twelve tribes (of Israel) 1 Cl 31:4 (Knopf, Hdb. ad loc.).
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
δωδεκάσκηπτρον — δωδεκάσκηπτρον, το (Α) οι δώδεκα φυλές τού Ισραήλ … Dictionary of Greek